- φυλλείον
- τὸ, Α [φύλλον]συν. στον πληθ. τὰ φυλλεῑαα) χορταρικά, μυρωδικά, όπως είναι ο μαϊντανός και ο δυόσμοςβ) φύλλα μισομαραμένα διαφόρων λαχανικών2. φρ. «ῥαφανίδων φυλλεῑα» — τα φύλλα από το ραπάνι (Αριστοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυλλεῖον — green stuff neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλλεῖα — φυλλεῖον green stuff neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… … Dictionary of Greek
φυλλεῖ' — φυλλεῖα , φυλλεῖον green stuff neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)